ιχθυόσκαλα

ιχθυόσκαλα
η причал для разгрузки рыбы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιχθυόσκαλα" в других словарях:

  • ιχθυόσκαλα — η τμήμα λιμανιού με ειδικές εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν την αλιευτική κίνησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + σκαλα (< σκάλα), πρβλ. ανεμό σκαλα, ξυλό σκαλα] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυόσκαλα — η μέρος του λιμανιού όπου ξεφορτώνουν τα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»